- διατιμητής
- ο оценщик; тарификатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διατιμητής — ο (Μ διατιμητής) νεοελλ. αυτός που ως όργανο τής αρμόδιας αρχής καθορίζει τις τιμές τών εμπορευμάτων μσν. εκτιμητής … Dictionary of Greek
διατιμητήν — διατιμητής appraiser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατιμητῶν — διατιμητής appraiser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατιμητάς — διατιμητά̱ς , διατιμητής appraiser masc acc pl διατιμητά̱ς , διατιμητής appraiser masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοψηφιστής — ἰσοψηφιστής, ὁ (Α) ο διατιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψηφιστής (< ψηφίζομαι)] … Dictionary of Greek
ισόψιστος — ἰσόψιστος, ὁ (Α) ο διατιμητής … Dictionary of Greek
κηνσίτωρ — κηνσίτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. εκτιμητής, διατιμητής τών κτημάτων προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γῆν μετρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censitor] … Dictionary of Greek